Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2020

Παροχή νομικής βοήθειας σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος

Νομική βοήθεια σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος

Πολίτες χαμηλού εισοδήματος δικαιούνται παροχή δωρεάν νομικής βοήθειας, δηλαδή τη χορήγηση δικηγόρου, δικαστικού επιμελητή ή συμβολαιογράφου, σε υποθέσεις ποινικού, αστικού και εμπορικού δικαίου κάθε βαθμού.

 Σε αυτές περιλαμβάνονται οι διαφορές διαζυγίου, διατροφής, επιμέλειας κι επικοινωνίας, προσβολής, αναγνώρισης πατρότητας κ.α.


Τη νομική βοήθεια δικαιούνται οι Έλληνες πολίτες, οι πολίτες της ΕΕ, αλλά και οι πολίτες τρίτου κράτους ή οι ανιθαγενείς, εφόσον έχουν νομίμως κατοικία ή συνήθη διαμονή στην Ελλάδα.

Πολίτες χαμηλού εισοδήματος, δικαιούχοι νομικής βοήθειας, είναι εκείνοι των οποίων το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα δεν υπερβαίνει τα δύο τρίτα των κατώτατων ετήσιων ατομικών αποδοχών που προβλέπει η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας

Η νομική βοήθεια παρέχεται ύστερα από αίτηση του δικαιούχου

Ο νόμος 3226/2004 όπως ισχύει μετά την τροποποίηση και συμπλήρωση του από τον νόμο 4274/2014 και τον νόμο 4596/2019

ΝΟΜΟΣ 3226/2004 ΦΕΚ 24/Α/ 4/4.2.2004

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 Άρθρο 1 – Δικαιούχοι νομικής βοήθειας

1. Δικαιούχοι νομικής βοήθειας είναι οι χαμηλού εισοδήματος πολίτες κράτους – μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δικαιούχοι είναι, επίσης, οι χαμηλού εισοδήματος πολίτες τρίτου κράτους και ανιθαγενείς, εφόσον έχουν, νομίμως, κατοικία ή συνήθη διαμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

2. Πολίτες χαμηλού εισοδήματος, δικαιούχοι νομικής βοήθειας, είναι εκείνοι των οποίων το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα δεν υπερβαίνει τα δύο τρίτα των κατώτατων ετήσιων ατομικών αποδοχών που προβλέπει η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Σε περίπτωση ενδο-οικογενειακής διαφοράς ή διένεξης, δεν λαμβάνεται υπόψη το εισόδημα εκείνου με τον οποίο υπάρχει η διαφορά ή διένεξη.

Άρθρο 2 – Διαδικασία

1. Η νομική βοήθεια παρέχεται ύστερα από αίτηση του δικαιούχου. Η αίτηση αναφέρει συνοπτικά το αντικείμενο της δίκης ή της πράξης και τα στοιχεία που βεβαιώνουν τη συνδρομή των προϋποθέσεων για την παροχή της βοήθειας.

2. Στην αίτηση επισυνάπτονται τα αναγκαία δικαιολογητικά αποδεικτικά της οικονομικής καταστάσεως (ιδίως αντίγραφο φορολογικής δήλωσης ή βεβαίωση του εφόρου ότι δεν υποχρεούται σε υποβολή δήλωσης, αντίγραφο δήλωσης περιουσιακής καταστάσεως, εκκαθαριστικού σημειώματος, ΑΦΜ, βεβαιώσεις υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας, ένορκες βεβαιώσεις) και αποδεικτικά της κατά την πρώτη παράγραφο του άρθρου 1 κατοικίας ή διαμονής, εάν πρόκειται για πολίτη τρίτου κράτους.

3. Η αίτηση και τα δικαιολογητικά υποβάλλονται δεκαπέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δίκη ή την πράξη για την οποία ζητείται η παροχή νομικής βοήθειας. Η προθεσμία μπορεί να συντιμηθεί σε περίπτωση μεταγενέστερης κλήτευσης. Η διαδικασία διεξάγεται ατελώς και δεν είναι υποχρεωτική η παράσταση με δικηγόρο.

4. Για την παραδοχή της αίτησης αρκεί πιθανολόγηση. Ο αρμόδιος για την εξέτασή της δικαστής μπορεί να εξετάσει μάρτυρες, καθώς και τον αιτούντα, με όρκο ή χωρίς όρκο, να συγκεντρώσει κάθε αναγκαία πληροφορία και στοιχείο και να διατάξει την κλήτευση του αντιδίκου.

5. Η αποδοχή ή απόρριψη της αίτησης πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Νέα αίτηση μπορεί να υποβληθεί σε περίπτωση μεταβολής των πραγματικών περιστατικών. Συμπληρωματική αίτηση επιτρέπεται σε κάθε περίπτωση.


Άρθρο 3 – Διορισμός συνηγόρου υπηρεσίας

1. Σε περίπτωση διορισμού δικηγόρου, η επιλογή γίνεται βάσει καταστάσεως που καταρτίζει ο οικείος Δικηγορικός Σύλλογος. Κάθε Δικηγορικός Σύλλογος συντάσσει μηνιαία κατάσταση των δικηγόρων υπηρεσίας του επόμενου μήνα, ξεχωριστά για ποινικές υποθέσεις και για υποθέσεις αστικού και εμπορικού χαρακτήρα, και την αποστέλλει στο οικείο Δικαστήριο. Παράλληλα, συντάσσει και αποστέλλει ημερήσια κατάσταση με ικανό αριθμό δικηγόρων για την παροχή νομικής βοήθειας στην ανάκριση και στην εκδίκαση κακουργημάτων και αυτόφωρων πλημμελημάτων. Διαγράφεται από τον πίνακα και δεν μπορεί να γραφεί στο μέλλον δικηγόρος που αρνήθηκε να αναλάβει ή εγκατέλειψε το έργο της υπεράσπισης χωρίς σπουδαίο λόγο, κατά την κρίση του δικαστή ή του προέδρου που διευθύνει το δικαστήριο. Οι τελευταίοι συντάσσουν έκθεση που αποστέλλεται στο Δικηγορικό Σύλλογο.

«Στις ανωτέρω καταστάσεις δεν περιλαμβάνονται δικηγόροι, η αμοιβή των οποίων κατά το τρέχον ημερολογιακό έτος έχει υπερβεί το ποσό που ορίζεται στην παράγραφο 3.» (άρθρο 40 NOMOΣ 4274/2014 – ΦΕΚ Α 147 – 14.07.2014)

2. Οι συνήγοροι υπηρεσίας ορίζονται κατ” αλφαβητική σειρά από την αντίστοιχη κατάσταση του Δικηγορικού Συλλόγου. Σε περίπτωση παράλειψης αποστολής της ημερήσιας κατάστασης, η επιλογή γίνεται από τη μηνιαία κατάσταση. Σε περίπτωση παράλειψης αποστολής της μηνιαίας κατάστασης, η επιλογή γίνεται από όλους τους δικηγόρους του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου. Κατ” εξαίρεση, εάν ζητηθεί, μπορεί να οριστεί ο δικηγόρος που έχει χειριστεί, στο πλαίσιο του συστήματος νομικής βοήθειας, την ίδια υπόθεση σε προηγούμενο στάδιο.

«Στις ανωτέρω περιπτώσεις μη αποστολής των καταστάσεων, ο οριζόμενος συνήγορος δηλώνει υπευθύνως ότι η αμοιβή, την οποία δικαιούται για την παροχή νομικής βοήθειας κατά το τρέχον δικαστικό έτος, δεν υπερβαίνει το οριζόμενο στην επόμενη παράγραφο ποσό.» (άρθρο 40 NOMOΣ 4274/2014 – ΦΕΚ Α 147 – 14.07.2014)

3. Κάθε δικηγόρος μπορεί να χρεωθεί με μόνο μία υπόθεση. Ως μία υπόθεση θεωρείται και η συνεκδίκαση περισσότερων υποθέσεων του ίδιου προσώπου ή περισσότερων προσώπων λόγω ομοδικίας, συναιτιότητας ή συνάφειας.

«Η ετήσια αμοιβή των δικηγόρων στους οποίους ανατίθεται η νομική βοήθεια δεν μπορεί να υπερβαίνει τις δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ. Το ποσό της αμοιβής του δικηγόρου προκύπτει από ειδικό γραμμάτιο το οποίο εκδίδεται κάθε φορά από τον οικείο δικηγορικό σύλλογο, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων. Σε περίπτωση υπερβάσεως του ανωτάτου ποσού αμοιβής, το επιπλέον ποσό δεν καταβάλλεται στον συνήγορο, εκτός εάν πρόκειται για υπόλοιπο προηγούμενης παράστασής του ή για πολυήμερη δικαστική διαδικασία. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το ποσό αυτό μπορεί να αυξομειώνεται. Ο υπολογισμός της συνολικής ετήσιας αμοιβής γίνεται για το διάστημα από 15 Σεπτεμβρίου έως και τις 14 Σεπτεμβρίου του επομένου έτους. Η ισχύς της παρούσας διάταξης αρχίζει από τη 15η Σεπτεμβρίου 2014.» (άρθρο 40 NOMOΣ 4274/2014 – ΦΕΚ Α 147 – 14.07.2014)

4. Ο διοριζόμενος δικηγόρος, συμβολαιογράφος ή δικαστικός επιμελητής έχει υποχρέωση να δεχθεί και εκτελέσει την εντολή δίχως αξίωση προκαταβολής αμοιβής ή δικαιωμάτων.

«5. Εφόσον ο διάδικος ανήκει στους δικαιούχους νομικής βοήθειας που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 1, ο εισαγγελέας, ο ανακριτής με διάταξη, το συμβούλιο και το δικαστήριο με απόφαση, μπορούν κατά περίπτωση και αν κριθεί αναγκαίο, να του διορίσουν συνήγορο αυτεπαγγέλτως από τον ειδικό πίνακα της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.» (Η παρ.5 προστέθηκε  με την παρ.3 άρθρ. έκτου Ν.3625/2007,    ΦΕΚ Α 290,και αντικαταστάθηκε με το άρθρο έβδομο Ν. 3875/2010,ΦΕΚ Α 158/20.9.2010)

«6. Σε συνήγορο η αμοιβή του οποίου κατά το τρέχον ημερολογιακό έτος υπερβαίνει το ποσό που ορίζεται στην παράγραφο 3 μπορεί να ανατεθεί νομική βοήθεια, αν δεν καθίσταται δυνατός ο ορισμός άλλου ή εφόσον: α) υπάρχει κίνδυνος συμπληρώσεως του ανωτάτου ορίου προσωρινής κρατήσεως ή του χρόνου παραγραφής ή β) συντρέχει λόγος κατεπείγοντος.

7. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων, σχετικά με το όριο της ετήσιας αμοιβής, εφαρμόζονται αναλόγως και στην περίπτωση των άρθρων 200 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 100, 340 και 376 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και 276Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.

8. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ορίζονται οι αναγκαίες λεπτομέρειες για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.» (άρθρο 40 NOMOΣ 4274/2014 – ΦΕΚ Α 147 – 14.07.2014)

Άρθρο 4 – Παύση, ανάκληση και περιορισμός της βοήθειας

1. Η νομική βοήθεια παύει με το θάνατο του δικαιούχου. Πράξεις που δεν επιδέχονται αναβολή μπορούν να ενεργηθούν και αργότερα με βάση τη βοήθεια που δόθηκε.

2. Η νομική βοήθεια μπορεί να ανακληθεί ή να περιορισθεί με απόφαση του αρμόδιου δικαστή, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα, εφόσον αποδεικνύεται ότι οι προϋποθέσεις της παροχής είτε δεν υπήρχαν είτε εξέλιπαν είτε μεταβλήθηκαν ουσιωδώς.

3. Μαζί με την ανάκληση μπορεί να επιβληθεί στον αιτούντα που πέτυχε την παροχή της βοήθειας με αναληθή αίτηση ή στοιχεία χρηματική ποινή από δεκαπέντε έως εκατόν πενήντα ευρώ. Η χρηματική ποινή δεν θίγει την υποχρέωση καταβολής των ποσών από τα οποία απαλλάχθηκε.

Άρθρο 5 – Συμβουλευτική βοήθεια

Συμβουλευτική βοήθεια μπορεί να παρέχεται επί ποινικών υποθέσεων από τους εισαγγελείς υπηρεσίας και τους εισαγγελείς-επόπτες των καταστημάτων κράτησης, και επί πολιτικών υποθέσεων από τους προέδρους υπηρεσίας των κατά τόπους αρμόδιων Δικαστηρίων, από τους οποίους θα ενημερώνονται οι ενδιαφερόμενοι για τη δυνατότητα ένταξής τους στο σύστημα της νομικής βοήθειας για πολίτες χαμηλού εισοδήματος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Αποτρόπαιο θέαμα χελωνών σε κάδο απορριμμάτων στο Χαλκιόπουλο Αμφιλοχίας

Εξοργίστηκαν κάτοικοι του Χαλκιόπουλου τού Δήμου Αμφιλοχίας από το αποτρόπαιο θέαμα χελωνών σε κάδο απορριμμάτων. Είχε και στο π...